- ἔφιππος
- 2 сидящий на лошади, верхом на лошади
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ἔφιππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφιππος — on horseback masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… … Dictionary of Greek
Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
έφιππος — η, ο αυτός που ιππεύει, που είναι καβάλα σε ζώο, ο καβαλάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔφιππον — ἔφιππος on horseback masc/fem acc sg ἔφιππος on horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφίπποις — Ἔφιππος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίπποις — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφίππου — Ἔφιππος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίππου — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφίππους — Ἔφιππος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)